- χασισοποσία
- η, Νη ενέργεια τού χασισοποτώ, η χρήση χασίς και η μέθη που προκαλείται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χασισοποσία — η η πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ αυτό: Το χαν ρίξει στη χασισοποσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)